Γιώργος Πέρρος
|
Η ζωή τουΓεννημένος το 1944 στο Σκόπελο της Γέρας, ο Γιώργος Πέρρος τελείωσε το γυμνάσιο στον Παπάδο. Άρχισε να ζωγραφίζει από μικρός με δάσκαλο τον πατέρα του και στη συνέχεια πήγε στην Αθήνα, όπου σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Πηγές έμπνευσής του υπήρξαν η φύση και η καθημερινή ζωή στο λεσβιακό χώρο.
Πρώτη φορά εξέθεσε έργα του το 1978 στη Μήθυμνα, για να ακολουθήσουν πολλές άλλες εκθέσεις του στη Λέσβο, την Αθήνα, το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Μαδρίτη και αλλού. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, το Ναυτικό Μουσείο Ελλάδας, τη Συλλογή Tériade, το Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο κ.ά.. |
Ο Γιώργος Πέρρος υπήρξε από μικρός ένα ελεύθερο και ασυμβίβαστο πνεύμα, αμφιβάλλοντας πάντα για τις αρχές, τις αξίες και τα είδωλα. «Γεννήθηκα για να μην ανήκω», είχε αναφέρει ο ίδιος στο «Ε» πριν από μερικά χρόνια. «Δεν ήθελα να είμαι το καλό παιδί ποτέ μου. Όχι με την έννοια που οι άλλοι έδιναν και δίνουν σ’ αυτό. Την έννοια του υποταγμένου, που κάθεται με την ουρά στα σκέλια, που λέει “ναι” σε όλα, ακριβώς για να τον πούνε “το καλό παιδί”. Είχα κόψει το λώρο μ’ αυτούς που τάχτηκαν να “άρχουν” από τότε που έκοψαν το λώρο μου απ’ τη μάνα μου, στα γεννητούρια…»
Ενάντια στην επιθυμία του πατέρα του να γίνει ο γιος του γιατρός, ο ίδιος ξεκίνησε να ακολουθήσει τα μονοπάτια της τέχνης. «Τη μια χρονιά στο σχολείο άριστος, την άλλη πάτος», λέει, «ανάλογα με το πώς αισθανόμουνα. Σιγά μην έμπαινα και στον τροχό, στο δέσιμο με τα βιβλία και τα γραφτά για να σπουδάσω. Εδώ, μεγάλος με οικογένεια δική μου πια, κι όταν μου λέγανε “φέρε ψωμί όταν θα γυρίσεις”, μ’ έπιανε τρόμος μήπως το ξεχάσω. Η ευθύνη μου γινόταν εμμονή τυραννική και ήταν αδύνατο να κάτσω με αδειανό, όπως ήθελα το μυαλό μου, να ζωγραφίσω, να ονειρευτώ.»
Πήρε, όμως, από τον πατέρα του το ταλέντο του, αφού και εκείνος ζωγράφιζε και έλεγε καλά λόγια για τα έργα του γιου του. Από τον ίδιο πήρε και το ότι παρέμεινε άθεος.
Το έργο του
...
Στη Σχολή Καλών Τεχνών έγινε δεκτός αμέσως, χωρίς να χρειαστεί να προδώσει ποτέ τα «πιστεύω» του. «Το πίστευα πως η Τέχνη δε διδάσκεται, πως είναι φλέβα ανοιχτή, που ρέει αίμα δημιουργίας», μας είχε πει. «Αν ήταν να ‘βγάζαν οι σχολές ζωγράφους, θα είχαμε χιλιάδες “Πικασό”· βλέπεις όμως πως από το Μυταρά βγαίνουν μόνο… Μυταράκια.» Το 1978 παραιτείται από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων, όπου είχε δουλέψει ως σχεδιαστής για… 20 ολόκληρες μέρες, αφού δεν άντεξε τον περιορισμό και την υπακοή και μια δουλειά που τον απομάκρυνε από τις «ζωγραφιές της θάλασσας».
Εργάστηκε για λίγο διάστημα πριν φύγει για σπουδές στο εξωτερικό. Εφοίτησε για λίγα χρόνια και ελλειπώς στη Σχολή Καλών Τεχνών (τμήμα ζωγραφικής) στο Παρίσι όπου και παρέμεινε για 11 ολόκληρα χρόνια κάνοντας τον σχεδιαστή σε γραφεία αρχιτεκτόνων και μηχανικών. Για δύο χρόνια έζησε στην Γερμανία, στο Eppsteim Taunus στα περίχωρα της Φρανκφούρτης, και ένα διάστημα λίγων μηνών στην Acilia της Ρώμης στην Ιταλία. Επέστρεψε το 1972 στην Ελλάδα όπου και εκπλήρωσε την στρατιωτική του θητεία. Έκτοτε έζησε στην Αθήνα στου Κουκάκη, και κατά διαστήματα στην Εύβοια, στο Μαρμάρι, ενώ τα δύο τελευταία χρόνια ζούσε και εργαζόταν στην Αίγινα. Συνεργάστηκε με αρχιτεκτονικά γραφεία σε εργασίες διακοσμήσεως. Καταγίνηκε για πολλά χρόνια με το σχεδιαστικό έργο του Δημήτρη Πικιώνη. Επιμελήθηκε και εξέδωσε μια έκδοση portfolio με θέμα την Γ’ περίοδο του έργου του Γιαννούλη Χαλεπά ενώ είχε την επιμέλεια της έκθεσης των αντίστοιχων έργων στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού το 2005. Εκόσμησε το αφιέρωμα στον Κωστή Παλαμά που έκανε το 1985 το περιοδικό Εκηβόλος, καθώς και ένα βιβλίο αφιερωμένο στις μεταφράσεις του Κώστα Καρυωτάκη με ζωγραφιές του (Ροδακιό 1993). Από το 1995 έως σήμερα είχε την εικαστική επιμέλεια των τευχών του περιοδικού των εκδόσεων Ίνδικτος, με τις οποίες συνεργάστηκε στενά φιλοτεχνώντας εξώφυλλα, και αγιογραφώντας τους τόμους του Νέου Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έχει εκθέσει έργα του στο Σπίτι της Κύπρου (1997) και στις γκαλερί Νέες Μορφές (1977 και 1979), Ιόνη (1989 και 1991) και Άστρα (πιο πρόσφατες: 2004 και 2006).
Εργάστηκε για λίγο διάστημα πριν φύγει για σπουδές στο εξωτερικό. Εφοίτησε για λίγα χρόνια και ελλειπώς στη Σχολή Καλών Τεχνών (τμήμα ζωγραφικής) στο Παρίσι όπου και παρέμεινε για 11 ολόκληρα χρόνια κάνοντας τον σχεδιαστή σε γραφεία αρχιτεκτόνων και μηχανικών. Για δύο χρόνια έζησε στην Γερμανία, στο Eppsteim Taunus στα περίχωρα της Φρανκφούρτης, και ένα διάστημα λίγων μηνών στην Acilia της Ρώμης στην Ιταλία. Επέστρεψε το 1972 στην Ελλάδα όπου και εκπλήρωσε την στρατιωτική του θητεία. Έκτοτε έζησε στην Αθήνα στου Κουκάκη, και κατά διαστήματα στην Εύβοια, στο Μαρμάρι, ενώ τα δύο τελευταία χρόνια ζούσε και εργαζόταν στην Αίγινα. Συνεργάστηκε με αρχιτεκτονικά γραφεία σε εργασίες διακοσμήσεως. Καταγίνηκε για πολλά χρόνια με το σχεδιαστικό έργο του Δημήτρη Πικιώνη. Επιμελήθηκε και εξέδωσε μια έκδοση portfolio με θέμα την Γ’ περίοδο του έργου του Γιαννούλη Χαλεπά ενώ είχε την επιμέλεια της έκθεσης των αντίστοιχων έργων στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού το 2005. Εκόσμησε το αφιέρωμα στον Κωστή Παλαμά που έκανε το 1985 το περιοδικό Εκηβόλος, καθώς και ένα βιβλίο αφιερωμένο στις μεταφράσεις του Κώστα Καρυωτάκη με ζωγραφιές του (Ροδακιό 1993). Από το 1995 έως σήμερα είχε την εικαστική επιμέλεια των τευχών του περιοδικού των εκδόσεων Ίνδικτος, με τις οποίες συνεργάστηκε στενά φιλοτεχνώντας εξώφυλλα, και αγιογραφώντας τους τόμους του Νέου Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έχει εκθέσει έργα του στο Σπίτι της Κύπρου (1997) και στις γκαλερί Νέες Μορφές (1977 και 1979), Ιόνη (1989 και 1991) και Άστρα (πιο πρόσφατες: 2004 και 2006).